πολυφαινόλη

πολυφαινόλη
η, Ν
συν. στον πληθ. οι πολυφαινόλες
χημ. συνοπτική ονομασία κυκλικών αρωματικών οργανικών ενώσεων, τα μόρια τών οποίων περιλαμβάνουν περισσότερες τής μιας ομάδες υδροξυλίου, δηλ. περισσότερες τής μιας φαινολικές ομάδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”